πευκόφυτος

πευκόφυτος
-η, -ο, Ν
φυτεμένος με πεύκα, γεμάτος πεύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκο + -φυτος (< φύω, φύομαι), πρβλ. δενδρό-φυτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πευκόφυτος — η, ο για τόπους, ο φυτεμένος με πεύκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λήτη — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 2.841 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Β της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Μυγδονίας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Αειβάτιον και Αϊβάτι. Η πόλη χτίστηκε πάνω στα… …   Dictionary of Greek

  • πευκήεις — και δωρ. τ. πευκάεις, εσσα, εν, Α 1. (για τόπο) γεμάτος πεύκα, πευκόφυτος («νῆσον πευκήεσσαν», Ορφ.) 2. κατασκευασμένος από ξύλο πεύκου («πευκᾱεν σκάφος», Ευρ.) 3. πικρός, διαπεραστικός («πευκαεντ ὀλολυγμόν», Οππιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • Λυκαβηττός — Λόφος (277 μ.) στο κέντρο της Αθήνας, κωνικού σχήματος. Η πρόσβαση στον λόφο διευκολύνεται με τελεφερίκ. Στην κορυφή του Λ. υπάρχει η εκκλησία του Άη Γιώργη (που παλαιότερα είχε δώσει την ονομασία σε όλο τον λόφο), ενώ στη δυτική πλαγιά βρίσκεται …   Dictionary of Greek

  • θαμνόφυτος — η, ο ο φυτεμένος με θάμνους, που καλύπτεται από θάμνους (πρβλ. ελαιόφυτος, πευκόφυτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”